Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου: Διαγνώστηκε για πρώτη φορά ενδοσκοπικά με ελληνική συμμετοχή

772
Κοινά ιατρεία: Τι προβλέπουν οι κύριες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου

Πολλοί άνθρωποι πάσχουν και ταλαιπωρούνται από κάποια μορφή του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου. Μέρι σήμερα η διάγνωσή του δεν είναι εύκολη και οι περισσότεροι ασθενείς φθάνουν στο γιατρό όταν πια έχουν σοβαρά συμπτώματα, όπως μεγάλη δυσκοιλιότητα, διάρροια, πόνους στην κοιλιά, εντερική διαταραχή κ.ά.

Επιστήμονες στην Αυστρία, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας της διασποράς, έδειξαν για πρώτη φορά ότι, τις περισσότερες φορές, το εν λόγω -συχνά ασαφούς αιτιολογίας- σύνδρομο σχετίζεται με βακτηριακά βιοφίλμ στο έντερο, τα οποία είναι ορατά μέσω ενδοσκοπίου. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται εφικτή μία αντικειμενική διάγνωση της πάθησης.

«Καταφέραμε για πρώτη φορά να εντοπίσουμε μία αιτία του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και ταυτόχρονα να δείξουμε πώς αυτή η νόσος μπορεί να διαγνωστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, να κατηγοριοποιηθεί και να αξιολογηθεί», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Κριστόφ Γκάσε, επικεφαλής του Εργαστηρίου Μοριακής Γαστρεντερολογίας του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Βιέννης (MedUni). Στην ερευνητική ομάδα, η οποία έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Gastroenterology» της Αμερικανικής Εταιρείας Γαστρεντερολογίας, καθοριστική συμβολή είχε ο μικροβιολόγος Αθανάσιος Μακρυστάθης.

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι άνθρωποι που έχουν πάρει πολλά φάρμακα στη ζωή τους (π.χ. όσα ανήκουν στην κατηγορία των αναστολέων αντλίας πρωτονίων), με αποτέλεσμα να έχει διαταραχθεί η ισορροπία της εντερικής χλωρίδας τους και του μικροβιακού οικοσυστήματός τους, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν βακτηριακά βιοφίλμ στο έντερό τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους έχουν κάνει μεταμόσχευση οργάνου.

Τα βακτήρια προσπαθούν να αυξήσουν τις πιθανότητες επιβίωσής τους στο έντερο, με αποτέλεσμα να προσκολλώνται και να σχηματίζουν βιοφίλμ, ένα είδος προστατευτικού χώρου που τα καθιστά πιο ανθεκτικά στα αντιβιοτικά και σε άλλες περιβαλλοντικές τοξίνες. Στο πλαίσιο της έρευνας έγιναν περισσότερες από 1.000 κολονοσκοπήσεις και βρέθηκε ότι τo 57% των ατόμων με συμπτώματα ευερέθιστου εντέρου είχαν τέτοια βιοφίλμ στο λεπτό ή στο παχύ έντερό τους. Παρόμοια βιοφίλμ υπήρχαν στο ένα τρίτο (34%) των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα, έναντι μόνο 6% στην ομάδα ελέγχου (χωρίς ευερέθιστο έντερο ή ελκώδη κολίτιδα).

Αυτά τα βιοφίλμ σχηματίζουν ένα λεπτό στρώμα και προσκολλώνται μέσα στο έντερο, εμποδίζοντας την ομαλή λειτουργία του. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι είναι δυνατό να απομακρυνθεί αυτό το μικροβιακό φιλμ στο παχύ έντερο με τη χρήση ενός ενδοσκοπικού «σπρέι». Μελλοντικές μελέτες θα δείξουν κατά πόσο αυτό, όντως, μειώνει τα συμπτώματα του συνδρόμου. Η τεχνική, πάντως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί -τουλάχιστον ακόμη- στο λεπτό έντερο για την απομάκρυνση των βιοφίλμ.