Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρία: Σε 68.000 ανέρχονται ετησίως οι νέες περιπτώσεις καρκίνου

880

Μπορεί η πανδημία από τον ιό SARS-CoV-2 να  μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων και να αποτέλεσε αναγκαστικά υγειονομική προτεραιότητα, όμως ο συνέχισε και συνεχίζει να αποτελεί ακόμα πιο συχνή και επικίνδυνη νόσο, γι’ αυτό δεν πρέπει να αποσυρθεί από το προσκήνιο του δημόσιου ενδιαφέροντος, αναφέρει η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρία, με αφορμή την 4η Φεβρουαρίου, παγκόσμια ημέρα για την καταπολέμηση του καρκίνου.

Προσθέτει ότι παρατηρήθηκε διεθνώς μία υστέρηση σ’ ό,τι αφορά τον αριθμό των πολιτών που προσήλθαν για εξετάσεις έγκαιρης διάγνωσης, ενώ επιστημονικές μελέτες επισήμαναν πως και η καθυστέρηση που καταγράφηκε στην προσέλευση για εξέταση συμπτωματικών ασθενών θα έχει ως αποτέλεσμα στο επόμενο χρονικό διάστημα την αύξηση του ποσοστού διαγνώσεων πιο προχωρημένων καρκίνων.

Κάθε χρόνο οι νέες περιπτώσεις καρκίνου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ανέρχονται σε 68.000, ενώ οι θάνατοι στους 33.000. Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι ασθενείς που επιζούν μετά την εμφάνιση της νόσου για αρκετά, έως πάρα πολλά, χρόνια.

Οι αριθμοί είναι ανησυχητικοί και οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι για τη μείωση τους και την ελάφρυνση της επιβάρυνσης που προκαλεί ο καρκίνος σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι η αποφυγή των καρκινογόνων παραγόντων (πρωτογενής πρόληψη) και η πρόωρη (έγκαιρη) διάγνωση (δευτερογενής πρόληψη). Με αυτές μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 30% οι νέες περιπτώσεις και να βελτιωθεί σημαντικά η θνησιμότητα.

Παράλληλα, οι σύγχρονες θεραπευτικές αγωγές, τις οποίες κατέχουν και εφαρμόζουν οι Έλληνες υγειονομικοί, έχουν βελτιώσει αισθητά την ποιότητα και ποσότητα της ζωής των ασθενών, δημιουργώντας ένα κλίμα αισιοδοξίας για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον.

«Όμως, πέρα από την πρόοδο της επιστήμης και την επάρκεια γνώσεων και ικανοτήτων των υγειονομικών μας, εξακολουθεί να είναι ζητούμενο στη χώρα μας, η βελτίωση της παρεχόμενης φροντίδας, για να μπορούν όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, ή των πεποιθήσεων τους, να έχουν ίσες δυνατότητες πρόσβασης σε έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση καθώς και θεραπεία, σε αξιοπρεπείς συνθήκες», σημειώνει η ΕΑΕ.