Clawback: Μέχρι το 2024 επεκτείνονται οι υποχρεωτικές επιστροφές στα φάρμακα

959

Μέχρι το 2024 επεκτείνονται οι υποχρεωτικές επιστροφές στα φάρμακα, αφού η ισχύς του clawback επεκτείνεται για επιπλέον δυο χρόνια, όπως εισήχθη σε νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, χωρίς ωστόσο να αυξάνονται οι προϋπολογισμοί του φαρμάκου.

Συγκεκριμένα, για τα έτη 2020-2022 προβλέπονται 87 εκατ. ευρώ για τα φάρμακα της λίστας 1Α που διακινούνται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, 2,001 δισ. ευρώ για τη φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ και 528 εκατ. ευρώ για τα νοσοκομεία. Για τα έτη 2023 – 2024 η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αναπροσαρμόζεται βάσει της μεταβολής του ΑΕΠ και μετά από σχετική απόφαση του Υπουργού Υγείας.

Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις να επιβαρύνονται με τεράστια ποσά, επειδή η πολιτεία επιλέγει να κάνει την «πάπια» μπροστά στο γεγονός ότι ο δημόσιος προϋπολογισμός δεν επαρκεί για τις φαρμακευτικές ανάγκες του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση που εξυμνεί τον ιδιωτικό τομέα και το επιχειρείν και δη στον τομέα της Υγείας που αφήνει τα νοσοκομεία χωρίς τις αναγκαίες μόνιμες προσλήψεις εν μέσω πανδημίας έχοντας στο νου της τις ΣΔΙΤ, εντείνει την οικονομική ανασφάλεια των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Το clawback για το 2019 μόνο στην εξωνοσοκομειακή αγορά του ΕΟΠΥΥ έφτασε τα 790 εκατ. ευρώ.

Μαζί με τις υποχρεωτικές εκπτώσεις και το νοσοκομειακό clawback, το ποσό ξεπερνά κατά πολύ το 1 δισ. ευρώ.

Επί της ουσίας, η φαρμακοβιομηχανία προσφέρει μία δεύτερη φαρμακευτική δαπάνη δίπλα στη δημόσια. Αυτή η έμμεση υπερφορολόγηση πλήττει τη βιωσιμότητα ιδίως των ελληνικών επιχειρήσεων. Στερεί πόρους από την Έρευνα και Ανάπτυξη και δυσχεραίνει τις επενδύσεις, ακόμα και αυτές που έχουν προγραμματιστεί για άμεση υλοποίηση.

Σε συνθήκες πανδημίας που διακυβεύεται και η υγεία των πολιτών αλλά και η οικονομία, η βιωσιμότητα της φαρμακοβιομηχανίας που αποτελεί έναν κρίσιμο κλάδο για τη χώρα, μπαίνει σε κίνδυνο.

Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε μία σειρά παρεμβάσεων για τη μείωση του clawback, την οποία όμως ανατρέπει η εν λόγω τροπολογία. Ενώ υπήρχε δέσμευση για αύξηση κατά 30 εκατ. ευρώ στα φάρμακα της λίστας 1A, ο προϋπολογισμός τους μένει σταθερός στα 87 εκατ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια. Η φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων, επίσης, ενώ είναι κοινά παραδεκτό ότι δεν επαρκεί, εξακολουθεί να μένει «παγωμένη» αντί να διορθωθεί σε ρεαλιστική βάση για να καλύπτει τις ανάγκες των πολιτών.

Η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής κάλυψης των ανασφάλιστων από ευρωπαϊκά κονδύλια ακόμα δεν έχει υλοποιηθεί παρά τις αντίστοιχες δεσμεύσεις, με το υπουργείο Οικονομικών να κάνει πως δεν βλέπει το πρόβλημα. Η συγκεκριμένη δαπάνη αγγίζει τα 300 εκατ. ευρώ και το 2019 καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από τη φαρμακοβιομηχανία.

Το καταστροφικό σενάριο που φαίνεται πως θα γίνει πραγματικότητα, λέει ότι για το 2020 το clawback μόνο για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα θα ξεπεράσει τα 900 εκατ. ευρώ, αφού μόνο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους η υπέρβαση αυξήθηκε κατά 28% έναντι του αντίστοιχου περσινού. Με αυτή την εξέλιξη, αλγεινή εντύπωση προκαλεί ότι η κυβέρνηση διαλαλούσε ότι η φετινή χρονιά θα είναι η πρώτη που θα σημειωθεί σημαντική μείωση του clawback μετά από μια πενταετία ραγδαίας αύξησης.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι για μία ακόμη φορά κοροϊδεύει κατάφορα έναν κλάδο που συνεισφέρει σημαντικά στο ΑΕΠ, στηρίζει το σύστημα υγείας και εξασφαλίζει την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών των πολιτών, ενώ καλπάζει η πανδημία του κορονοϊού. Τις ευθύνες της η φαρμακοβιομηχανία τις έχει αναλάβει προ πολλού, η κυβέρνηση πότε θα αναλάβει τις δικές της και θα σταματήσει να κρύβεται πίσω από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις;